Όταν το 1834 η Αθήνα ανακηρύχθηκε επίσημα πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους, δεν ήταν παρά ένα μικρό χωριό 7.000 κατοίκων, απλωμένο γύρω από το βράχο της Ακρόπολης. Έμοιαζε τότε η Αθήνα με «αρχαιολογικό κήπο» ερειπίων όπου χαλασμένα και ερειπωμένα αρχαία, βυζαντινά και μεσαιωνικά κτίρια βρίσκονταν δίπλα σε τρισάθλιες καλύβες, όπου ζούσαν οι πάμφτωχοι, τότε, Αθηναίοι.
Η απόφαση για τον ορισμό της μελλοντικής ελληνικής πρωτεύουσας, κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν. Προσωπικότητες της εποχής, πολιτικοί, αλλά και εξειδικευμένοι επιστήμονες (αρχιτέκτονες, πολεοδόμοι κ.α.) πήραν μέρος στη συζήτηση, προσπαθώντας να επηρεάσουν τις εξελίξεις και την τελική απόφαση. Οι πόλεις που προτάθηκαν ήταν, μεταξύ άλλων, η Κόρινθος, τα Μέγαρα, ο Πειραιάς, το Άργος, καθώς και το Ναύπλιο - η μέχρι τότε πρωτεύουσα της χώρας.
Τελικά, η πλάστιγγα έγειρε προς την Αθήνα, η οποία το Σεπτέμβριο του 1834 ανακηρύχθηκε επίσημα σε «Βασιλική καθέδρα και πρωτεύουσα». Οι λόγοι που οδήγησαν στο να πάρει τελικά η Αθήνα το «χρίσμα», έχουν να κάνουν με την ένδοξη ιστορία της ως λίκνο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού (την απόφαση πιθανότατα επηρέασε ο βασιλιάς της Βαυαρίας, Λουδοβίκος, ο οποίος ήταν γνωστός αρχαιολάτρης).
Κάθε άλλο παρά έτοιμη έδειχνε η Αθήνα το 1834 για αναλάβει τον ηγεμονικό ρόλο της πρώτης πόλης του κράτους. Έχοντας χάσει προ πολλού την αίγλη της αρχαίας εποχής και με νωπά τα «σημάδια» από τις μάχες που διεξήχθησαν στο έδαφός της, η Αθήνα αποτελούσε μία μικρή κωμόπολη (ή μάλλον, ένα... μεγάλο χωριό) που αριθμούσε μόλις 10 χιλιάδες κατοίκους και περίπου 170 κατοικίες και κατεστραμμένα κτήρια. Συγκριτικά, την ίδια εποχή, ο πληθυσμός της Πάτρας ανερχόταν σε 15 χιλιάδες κατοίκους, ενώ της Θεσσαλονίκης σε 60.
Η Αθήνα εκτεινόταν γύρω από την Ακρόπολη (περίπου από του Ψυρρή έως του Μακρυγιάννη), έχοντας ως κέντρο της την περιοχή της Πλάκας (την Παλιά Πόλη). Από τα μεγάλα προβλήματα της νέας πρωτεύουσας ήταν η έλλειψη συστήματος ύδρευσης (νερό έπαιρναν από τις πηγές), καθώς και η ανυπαρξία δημόσιου φωτισμού και συγκοινωνιών, ενώ υπήρχε παντελής έλλειψη υπηρεσιών ή άλλων κοινωνικών αγαθών.
Ο Οθωνας ανέθεσε την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης Αθήνας στον Ελληνα αρχιτέκτονα Κλεάνθη και στους Βαυαρούς Schubert και Leo von Klenze με αυστηρή εντολή να μη θιγούν οι αρχαιολογικοί χώροι. Για την προστασία των αρχαιοτήτων, ο Όθων εξέδωσε διάταγμα που απαγόρευε την κατασκευή ασβεστοκαμίνων σε απόσταση 2.500 μέτρων από αρχαιοελληνικά λείψανα, ώστε να μη φθαρούν οι αρχαιότητες!
Μέσα σε τέσσερα χρόνια κτίσθηκαν στην Αθήνα γύρω στις 1.000 κατοικίες, πολλές αυθαίρετες και «κακώς οικοδομημένας, χθαμαλάς, πενιχράς εξωτερικής και εσωτερικής όψεως, άνευ ακρογωνιαίων λίθων, άνευ σχεδίων, συνεσφιγμένας περί στενάς, ανωμάλους και ακαθάρτους οδούς» όπως αφηγούνται οι μαρτυρίες της εποχής.
Αλλά και ο βαρόνος Κωνσταντίνος Μπέλλιος που ήλθε από την Βιέννη, σημείωνε: «Τα σπίτια των Αθηνών, όπερ εις διάστημα ολίγου καιρού έγιναν, εκατασκευάσθησαν με βίαν και άκραν οικονομίαν, με λάσπας και ξύλα και με ασβέστην ασπρισμένα...χωρίς να σκεφθούν οι ανόητοι ότι μήτε πέντε χρόνους δεν θέλουν διατηρηθή, πρέπει να γκρεμισθούν, ότι τα τείχη των μόλις 5 δακτύλων χόντρους έχουν».
Το γκρέμισμα των αυθαιρέτων
Ο Όθων απαγόρευσε τη λατόμηση στους λόφους Νυμφών (Αστεροσκοπείου), Αγχέστου (Στρέφη), Φιλοπάππου και Λυκαβηττού, εξέδωσε διατάγματα με αυστηρή εντολή να κατεδαφίζεται αμέσως κάθε αυθαίρετο που κτίζεται πλησίον των αρχαιοτήτων, ενώ διέταξε να γκρεμιστούν άμεσα όσα κτίστηκαν στις παρυφές της Ακροπόλεως.
Εξαιτίας των αυθαιρέτων, ο Όθων έχασε τη δημοτικότητά του στις φτωχές μάζες, αλλά επέμενε να εκδίδει και άλλα διατάγματα.
Στα επόμενα χρόνια, η Αθήνα αποτέλεσε τον πόλο έλξης για τους Έλληνες, που έφταναν από όλα τα μέρη της χώρας. Μοιραία, το 1896, στην έναρξη των πρώτων, σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, η πρωτεύουσα είχε αλλάξει ριζικά την όψη της, έχει επεκταθεί χωρικά, αριθμούσε περίπου 140 χιλ. κατοίκους και αποτελούσε το εμπορικό και πνευματικό κέντρο της χώρας.
Πηγή: stoxos.gr